- σιβύλλειος
- -α, -ο / σιβύλλειος, -εία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Α [Σίβυλλα]σιβυλλικός (α. «Σιβύλλειοι χρησμοί» — συλλογή χρησμών οι οποίοι έχουν γραφεί σε διάφορες εποχές, από τον 2ο π.Χ. ώς τον 3ο μ. Χ. αιώνα, σε αρχαίους ελληνικούς εξάμετρους στίχους και συγκεντρώθηκαν σε ενιαίο σύνολο 14 βιβλίων από άγνωστο συγγραφέα κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα στη Ρώμηβ. «πολλαὶ... τῶν ἀπορρήτων βίβλων, ἃς Σιβυλλείους καλοῡσι», Πλούτ.)αρχ.(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Σιβύλλειαοι Σιβύλλειοι χρησμοί.
Dictionary of Greek. 2013.